Αι νευροεπιστήμαι και η φιλοσοφία
ΜΠΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ Σ.Ι.
Καθηγητής Νευρολογίας ΑΠΘ
ΠΡΩΤΟΝ ΔΕ ΨΥΧΗΝ ΛΗΠΤΕΟΝ ΠΟΤΕΡΟΝ ΑΛΛΟ ΜΕΝ ΨΥΧΗ
ΑΛΛΟ ΔΕ ΨΥΧΗ ΕΙΝΑΙ
Πλωτίνος Εννεάς Ι, 2
Περίληψις
Αι Νευροεπιστήμαι ήδη από της αρχαιότητος ανεπτύχθησαν εντός του πνεύματος της επικρατούσης φιλοσοφικής ατμοσφαίρας, γεγονός το οποίον καθίσταται καταφανές κατά τους Ελληνιστικούς κυρίως χρόνους, ότε παραλλήλως προς τον Αριστοτελικόν στοχασμόν, συνεδέθησαν αύται εκδήλως μετά της νεοπλατωνικής, της επικουρείου και ιδίως μετά της στωϊκής περί του ανθρώπου διδασκαλίας. Εις την σχολήν της Αλεξανδρείας εγένετο η εμφανεστέρα εναρμόνισις της ιατρικής μετά της φιλοσοφίας, η οποία συνέβαλεν ουσιωδώς εις την διαμόρφωσιν του ιδεολογικού περιγράμματος των Νευροεπιστημών. Η σύνδεσις της φιλοσοφίας μετά της ιατρικής κατέστη έκτοτε άρρηκτος, δεδομένου ότι επεκράτει πλέον η αντίληψις ότι η ιατρική είναι δυνατόν να θεραπεύση τον πάσχοντα και να βελτιώση την ποιότητα της ζωής αυτού μόνον διά μέσου της φιλοσοφίας. Μεταξύ των επιφανών αλεξανδρινών ιατρών, ο Ηρόφιλος και ο Ερασίστρατος, οι οποίοι, διά της πληθώρας των ανατομικών και κλινικών παρατηρήσεών των, δύνανται δικαίως να χαρακτηρισθούν ως πατέρες των Νευροεπιστημών ήσαν βαθέως εμπεποτισμένοι, ο μεν πρώτος υπό της στωϊκής, ο δε δεύτερος υπό της επικουρείου διδασκαλίας. Ιδιαιτέρως ο Ερασίστρατος προέβαλεν, τόσον διά της διδασκαλίας του, όσον και διά της εφηρμοσμένης ασκήσεως της ιατρικής, τας επικουρείους απόψεις, συμφώνως προς τας οποίας το πνεύμα συνυφαίνεται μετά της σωματικής υποστάσεως του ανθρώπου προς διαμόρφωσιν του ψυχοσωματικού Είναι αυτού. Ο Γαληνός επίστευεν επίσης εις την ψυχοσωματικήν ενότητα του ανθρωπίνου προσώπου και εθεώρει ότι αι ψυχικαί παθήσεις δεν είναι ανεξάρτητοι των σωματικών, αλλά πολλάκις αποτελούν προέκτασιν αυτών. Εθεώρη ότι η έδρα της ψυχής ευρίσκεται εις το κοιλιακόν σύστημα του εγκεφάλου, ένθα ευρίσκεται και το κέντρον της νοήσεως. Εκ παραλλήλου εφήρμοζεν, κατά τρόπον μεθοδικόν, την ψυχοθεραπείαν, διά να αυξήση την ψυχικήν ισχύν και την λογικήν θεώρησιν και δι' αυτών τον αυτοέλεγχον του πάσχοντος. Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους αι νευροεπιστήμαι συνεδέθησαν μετά της ορθοδόξου χριστιανικής ανθρωπολογίας και εστράφησαν εκ της βασικής ερεύνης εις την προσπάθειαν της ψυχικής και πνευματικής αναβαθμίσεως του πάσχοντος ανθρώπου, ο οποίος αντιμετωπίζετο μετά ιδιαιτέρου σεβασμού και ιερότητος. Κατά τους νεωτέρους χρόνους αι καρτεσιαναί αρχαί ήσκησαν έντονον επιρροήν επί των νευροεπιστημών, εις τας οποίας η είσοδος εν συνεχεία της μαθηματικής σκέψεως επέτρεψεν τον ενστερνισμόν των αρχών της κυβερνητικής εις την ερμηνείαν της λειτουργικής εκφράσεως του ανθρωπίνου εγκεφάλου. Αι φαινομενολογικαί αρχαί του Hegel και ο λογισμός του Hebb συνέβαλον ουσιωδώς εν συνεχεία εις την διαμόρφωσιν του συγχρόνου περιγράμματος της Ψυχιατρικής και της Νευρολογίας, ετροφοδότησαν τας προσπαθείας αναπτύξεως προτύπων τεχνικής νοημοσύνης, ενώ επί των αρχών της φιλοσοφίας του Καντίου προσεπάθησαν να ανεύρουν θεωρητικόν έρεισμα αι υπέρ της ευθανασίας προβαλλόμεναι απόψεις, υπό συγχρόνων νευροεπιστημόνων. Κατά τα τελευταία έτη, αι αρχαί της υπαρξιακής φιλοσοφίας επηρέασαν την ψυχολογίαν και την ψυχιατρικήν, οδηγούσαι αυτάς τόσον εις την κατεύθυνσιν της υπαρξιακής ψυχολογίας όσον εις την καινοφανώς αναπτυχθείσαν αντιψυχιατρικήν. Η συνθετότης των νευρωνικών διεργασιών και η πολυπλοκότης των ψυχικών φαινομένων του ανθρώπου οδηγούν, παραλλήλως προς την βασικήν έρευναν, εις την αναπόφευκτον υιοθέτησιν φιλοσοφικών θέσων, διά των οποίων ολοκληρούται το θεωρητικόν περίγραμμα των νευροεπιστημών. Εγκέφαλος 2009, 46(1):5-20.
Λέξεις κλείδες: Φιλοσοφία, νευροεπιστήμαι, συνείδησις, ψυχοσωματική ενότης.
Εισαγωγή
Η φιλοσοφία και αι νευροεπιστήμαι αποτελούν άρρηκτον ενότητα. Τούτο καθίσταται σαφές αφ΄ ενός μεν εκ του γεγονότος, ότι η φιλοσοφία αποτελεί προηγμένην έκφρασιν των νοητικών λειτουργιών και ιδίως της κριτικής διεργασίας, η οποία αποτελεί την υψηλοτέραν έκφρασιν των συνδεδυασμένων λειτουργιών του φλοιού αμφοτέρων των εγκεφαλικών ημισφαιρίων, αφ΄ ετέρου δε εκ της διαπιστώσεως, ότι η ενασχόλησις μετά της φιλοσοφίας συμβάλλει τα μέγιστα εις την μείζονα εκλέπτυνσιν των νοητικών διεργασιών και εις την πληρεστέραν συγκρότησιν νευρωνικών δικτύων, διά την διαμόρφωσιν προηγμένων νοητικών λειτουργιών1.
Αι νευροπεπιστήμαι ούτω, καθ' εαυταί, αποτελούν μεν αναπόσπαστον υπόβαθρον της φιλοσοφίας, αι ίδιαι δε άνευ της φιλοσοφίας μεταφέρονται εις έν μηχανιστικόν νευροφυσιολογικόν πλαίσιον2, το οποίον αδυνατεί αφ΄ ενός μεν να ερμηνεύση εις βάθος την έκτασιν και την πολυμορφίαν των νοητικών και ψυχικών διεργασιών, αφ΄ ετέρου δε αδυνατεί να διεισδύση εις τον πολύτιμον χώρον της εσωτερικής σκέψεως και των εξατομικευμένων διεργασιών, εις τας οποίας τόσον η λογική ανάλυσις όσον και συναισθηματική επένδυσις διαμορφώνουν την ιδίαν εσωτερικήν ζωήν εκάστου προσώπου, η οποία εκφράζεται μετά ιδιαιτέρας δημιουργικότητος εις τον χώρον της επιστήμης της φιλοσοφίας και της τέχνης.
Αι νευροεπιστήμαι, κατ' ουσίαν, έχουν να προσφέρουν σημαντικάς πληροφορίας εις την φιλοσοφίαν επί των διεργασιών της ανθρωπίνης νοήσεως, του συναισθήματος και της βουλήσεως του ανθρωπίνου προσώπου, ιδίως δε επί της ψυχοσωματικής ενότητος αυτού, συμβάλλουσαι τα μέγιστα εις την κατανόησιν του τρόπου διά του οποίου συνυφαίνεται η ψυχή μετά του σώματος, λειτουργούσα πλέον διά μέσου αυτού, επηρεζομένη υπ' αυτού και εκφράζουσα τον πλούτον του περιεχομένου αυτής διά του λόγου, των σχημάτων της συμπεριφοράς, των πονημάτων της τέχνης και ενίοτε διά της σιωπής.
Η φιλοσοφία των νευροεπιστημών3, εκ παραλλήλου, πέραν της δυνατότητος να υπεισέλθη εις την βαθυτέραν κατανόησιν του ευρυτέρου φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι, δύναται να ερμηνεύση πολλά εκ των υφισταμένων φιλοσοφικών προβλημάτων, ως είναι η φιλοσοφία των διεργασιών της εξειδικευμένης μαθήσεως, διά της θεωρήσεως αυτών εκ της οπτικής γωνίας των νευροφυσιολογικών διεργασιών και της νευροψυχολογίας4 και κυρίως δύναται να επεξεργασθή ερωτήματα αναφερόμενα εις το Είναι και εις την ενότητα και ακεραιότητα αυτού, μακράν των δυϊστικών τάσεων, αι οποίαι κατατέμνουν την ενότητα του ανθρωπίνου προσώπου5, συμβάλλουσα ούτως ευρύτερον εις την αντικειμενοποίησιν του φιλοσοφικού λογισμού και εις την βαθυτέραν κατανόησιν των αιτίων των ψυχικών και ψυχολογικών διακυμάνσεων του ανθρώπου6.
Ούτως, αι παρατηρήσεις εκ της διατομής των συνδέσμων των εγκεφαλικών ημισφαιρίων, αι οποίαι διενεργήθησαν επί μη αναταξίμου επιληψίας, θέτουν ευλόγως το ερώτημα του νευροφυσιολογικού και νευροπαθολογικού υποβάθρου της ενότητος του Είναι7.
Η συνείδησις
Η στοιχειώδης, αλλά τόσον σύνθετος και πολυσχιδής έννοια της συνειδήσεως8, η οποία πέραν των φιλοσοφικών διαστάσεων, κέκτηται θεολογικής και ηθικής βαρύτητος, δύναται να έχη την πλέον πραγματιστικήν προσέγγισιν εκ του χώρου των νευροεπιστημών, δεδομένου ότι αύτη αποτελεί κατ΄ ουσίαν σύνθετον νευρωνικήν διεργασίαν9, κατά την οποίαν προωθούνται αι εξωγενείς και ενδογενείς πληροφορίαι εκ του οπτικού θαλάμου προς τα εγκεφαλικά ημισφαίρια, διά να καταστούν εν συνεχεία αντιληπταί και να διαμορφώσουν το λειτουργικόν συνειδησιακόν πεδίον του ατόμου, το οποίον άρχεται μεν εκ της στοιχειώδους αναγνωρίσεως του εαυτού του, ως υπάρξεως, ως υποστάσεως, εχούσης σαφή και συγκεκριμένα όρια, σαφείς εσωτερικάς διαστάσεις, ευρισκομένης και λειτουργούσης εντός των παραμέτρων του τόπου, του χρόνου, των συνθηκών του περιβάλλοντος και των σχέσεων προς τον κοινωνικόν χώρον, επεκτεινομένης δε, εν συνεχεία, εις την σφαίραν της ψυχοσωματικής ενότητος10 και της αναπτύξεως και αποδοχής ηθικών, θεολογικών και φιλοσοφικών εννοιών.
Η συνείδησις έχει προσωπικήν διάστασιν και ενώ μεν αι γενικαί αρχαί και το ευρύτερον λειτουργικόν πλαίσιον αυτής αναφέρονται εις όλα τα άτομα, τα ενδότερα στοιχεία αυτής εξατομικεύονται και αποτελούν την προσωπικήν συνείδησιν εκάστου ατόμου, η οποία ασκεί καθοριστικόν ρόλον εις την διαμόρφωσιν του περιγράμματος της προσωπικότητος του ατόμου. Κάθε υπαρξιακή στιγμή, διέρχεται από τον ηθμόν της προσωπικής συνειδήσεως και καθίσταται μέρος του ιστορικού χρόνου αυτής.
Η ζωή του ανθρώπου είναι μια σειρά από υπαρξιακές στιγμές. Η κάθε λειτουργική στιγμή φέρει την σφραγίδα της προσωπικής συνειδήσεως. Μεταβάλλεται αύτη αναμφισβητήτως δια το ίδιον το άτομον, αλλά ουδέποτε η προσωπική συνείδησις ενός ανθρώπου θα καταστή προσωπική συνείδηση ετέρου ατόμου ή θα ταυτισθή μετά της προσωπικής συνειδήσεως ετέρου προσώπου. Ουδέποτε η οπτική γωνία, διά της οποίας ο άνθρωπος θεωρεί εαυτόν, τον χώρον εντός του οποίου λειτουργεί, τας βαθυτέρας εσωτερικάς εννοίας και τας μεταφυσικάς προεκτάσεις αυτού, θα ομοιάζουν προς τον τρόπον, διά του οποίου έτερος άνθρωπος σκέπτεται. Ως εκ τούτου, είναι ιδιαιτέρως δυσχερές να αντιληφθή ο άνθρωπος τας εσωτερικάς διεργασίας ενός άλλου προσώπου, διότι αύται πραγματοποιούνται επί διαφορετικού συνειδησιακού υποβάθρου και κατά ένα ιδιαιτέρως εξειδικευμένον τρόπον κριτικής αξιολογήσεως αυτών.
Αναμφισβητήτως, είναι δυνατόν να υπάρχουν παράλληλοι πορείαι εσωτερικών διεργασιών επί πολλών επί μέρους αντικειμένων, αλλά δε θα υπάρχη απόλυτος σύμπτωσις επ' αυτών. Η συνείδησις διατηρεί προσωπικόν χαρακτήρα, καθ΄ όλην την διάρκειαν της ζωής του ατόμου, όσον αυτό διατηρεί την νοητικήν του ενάργειαν και ιδίως την κριτικήν αυτού ικανότητα, αποκτούσα ιδίαν συναισθηματικήν επένδυσιν, αναλόγως προς την ηλικίαν, την παιδείαν και το φιλοσοφικόν περίγραμμα του ατόμου. Η συναισθηματική επένδυσις του συνειδησιακού υποβάθρου συνδέεται μετά της λειτουργικότητος των νευρωνικών δικτύων του κρικοειδούς λοβού του εγκεφάλου και ιδίως μετά του κυκλώματος του Papez, εντός του οποίου περιλαμβάνονται ο ιππόκαμπος, τα μαστία, οι πρόσθιοι πυρήνες του οπτικού θαλάμου, η έλιξ του προσαγωγίου και μέρος της έσω και κάτω επιφανείας του μετωπιαίου λοβού.
Η συνείδησις αποτελεί ουσιώδες υπόβαθρον της προηγμένης νοήσεως. Αι νοητικαί λειτουργίαι και η διηνεκής νοητική αναβάθμισις του ατόμου στηρίζονται επί της διηνεκούς συνειδησιακής εναργείας, άνευ της οποίας και αι στοιχειώδεις λειτουργίαι, ως είναι η αντίληψις και η μνημονική καταγραφή είναι ανέφικτοι. Τόσον η μνήμη, η αναφερομένη εις τας πληροφορίας, τας προερχομένας εκ του αισθητού κόσμου, όσον και η μνήμη η αναφερομένη εις την πορείαν της ζωής του ατόμου, καθ' όλα τα στάδια αυτής, η δυναμένη να κληθή αυτοβιογραφική μνήμη, καθίστανται ανέφικτοι, όταν το άτομον τελεί υπό συνθήκας συνειδησιακής στενώσεως ή συνειδησιακής θολώσεως11.
Η προσωπική συνείδησις του ατόμου αποτελεί, εκ παραλλήλου, το ουσιώδες και αναγκαίον υπόβαθρον διά την ανάπτύξιν της βουλήσεως αυτού, εντός του πνεύματος της προσωπικής ελευθερίας. Η αίσθησις της προσωπικής ελευθερίας12 και η δυνατότης επιλογής του καταλλήλου σχήματος λειτουργικής εκφράσεως του ατόμου, της καταλλήλου λεκτικής επικοινωνίας και του καταλλήλου αξιολογικού υποβάθρου, εντός του οποίου θα στηριχθή η πορεία της ζωής του ατόμου και η αυτονομία αυτού13, ως ελευθέρου προσώπου, αποτελεί σύνθετον λειτουργίαν των μετωπιαίων κυρίως λοβών, διά της οποίας καθορίζεται το εύρος της προσωπικής ευθύνης και οι ηθικοί χαρακτήρες της συμπεριφοράς του ατόμου, εν συνδυασμώ προς την παιδείαν, την πνευματικήν καλλιέργειαν, τας προγενεστέρας εμπειρίας, την όλην δομήν της προσωπικότητος, την ευφυίαν, τα όρια των λειτουργικών δυνατοτήτων, τας προσδοκίας και τας προοπτικάς αυτού.
Πρωτογενείς ηθικαί έννοιαι, ως είναι η έννοια του αγαθού, του αρμονικού και του πρέποντος, συνειδητοποιούμεναι εις τον κροταφικόν και τον μετωπιαίον λοβόν, υφίστανται κριτικήν ένταξιν εντός του περιγράμματος των επιθυμιών και των βουλητικών προεκτάσεων του ατόμου και διαμορφώνουν το ηθικόν πλαίσιον της ανθρωπίνης συμπεριφοράς, εντός των νευρωνικών συστημάτων του δεξιού μετωπιαίου λοβού, εις τον οποίον συνειδητοποιούνται κυρίως αι υπαρξιακαί διαστάσεις του ατόμου, αι σχέσεις αυτού προς εαυτό και καθορίζονται αι βαθύτεραι εσωτερικαί επιλογαί αυτού.
Η αισθητική αντίληψις
Όλη η διεργασία, εκ της προσλήψεως των πληροφοριών διά της αισθητικής και αισθητηριακής αποδοχής και της εν συνεχεία αναγνωρίσεως και πλήρους αντιλήψεως αυτών, έως της παραγωγής της σκέψεως, τόσον της φιλοσοφικής όσον και της δημιουργικής τοιαύτης, συνίσταται εις σειράν συνθέτων νευρωνικών διεργασιών, εις τα πλαίσια των οποίων πολυάριθμα νευρωνικά δίκτυα και σημαντικός αριθμός νευροδιαβιβαστών μεταφέρουν και διεργάζονται την πληροφορίαν, αναγνωρίζουν, απομνημονεύουν, εντάσσουν και κατατάσσουν ταύτην, χρησιμοποιούν δε, εν συνεχεία αυτήν ή μέρος αυτής, διά την δόμησιν των αδρών πλαισίων της διαμορφώσεως του λόγου, εσωτερικού και εξωτερικευμένου, της συμπεριφοράς14, του συναισθήματος και κατ' επέκτασιν του φιλοσοφικού σκέπτεσθαι, το οποίον διέπει και καθορίζει την θέσιν του ατόμου προς εαυτόν και την συμπεριφοράν αυτού εντός του κοινωνικού χώρου15.
Η αισθητική αντίληψις είναι κατ΄ ουσίαν η αναγνώρισις και συνειδητοποίησις των φαινομενολογικών στοιχείων ή των φαινομενολογικών μεταβολών του περιβάλλοντος, διά των ιδιαιτέρων και εξατομικευμένων δυνατοτήτων εκάστου υποκειμένου εις την ανάλυσιν και κατανόησιν των αισθητικοαισθητηριακών πληροφοριών, τας οποίας τούτο προσλαμβάνει. Ούτως οπτικαί εικόνες, ήχοι, χημικαί αισθήσεις, μηχανικαί επιδράσεις και ιδιοδεκτικαί πληροφορίαι οδηγούν το άτομον, διά της αισθητικοαισθητηριακής αποδοχής αυτών, εις την αναγνώρισιν και αντίληψιν του εαυτού του, του αισθητού κόσμου, των ετέρων προσώπων και των συνθηκών, εντός των οποίων τούτο διατελεί, διαβιοί και λειτουργεί και εις την ανάπτυξιν σχημάτων συμπεριφοράς, καθοριζομένων κατά κύριον λόγον, υπό της φύσεως, του χαρακτήρος και της εντάσεως των προσλαμβανομένων πληροφοριών.
Εις πλέον προηγμένον επίπεδον, η αισθητική αντίληψις16 και αι αισθητικαί ιδιαιτερότητες του ατόμου, αι αναφερόμεναι εις την αντίληψιν του κάλλους και της αρμονίας, καθορίζονται από πλειάδα νευροδιαβιβαστικών διεργασιών και από εξατομικευμένην διαμόρφωσιν νευρωνικών δικτύων, αναφερομένων εις την αισθητικοαισθητηριακήν αντίληψιν και επίκρισιν17, εις την ιδιαιτερότητα των οποίων οφείλεται η εκτίμησις της αρμονίας, της συμμετρίας, του κάλλους και του βαθυτέρου νοήματος, το οποίον εκφράζεται.
To σχήμα18 και το χρώμα, όπως καθίστανται αντιληπτά υπό του καλλιτέχνου είναι δυνατόν να εισαγάγουν νέας διαστάσεις εις την αισθητικήν και να συμβάλλουν εις την διαμόρφωσιν του αισθητικού παραδόξου, συμφώνως προς το οποίον, ενώ η αισθητική εκάστου σχήματος ή εκάστης παραστάσεως απέχει ουσιωδώς της αντικειμενικής ωραιότητος, εν τούτοις, το εκφραζόμενον σύνολον καθίσταται αισθητικώς αποδεκτόν19. Το χρώμα, ο ήχος ως μέλος και η ευωδία έχουν την δυνατότητα να κινητοποιήσουν εντόνως το συναίσθημα του ατόμου, να συμβάλλουν εις την ενδοστρεφή ή εξωστρεφή στάσιν αυτού, να καλλιεργήσουν τον εσωτερικόν διάλογον και να διευρύνουν τας διαστάσεις του προσωπικού χρόνου.
Η αντίληψις εν γένει ενός έργου τέχνης20 και ιδίως του βαθυτέρου νοήματος αυτού, του συμβολισμού, της αλληγορίας, της μεταφοράς, της αφαιρέσεως21 και της εμφάσεως πραγματοποιείται διά της συμμετοχής όλων των φλοιϊκών περιοχών των εγκεφαλικών ημισφαιρίων και ιδίως διά της προσθίας έσω μοίρας της άνω μετωπιαίας έλικος (Zysset και συνεργ. 2002) και των περισσοτέρων δομών του μεταιχμιακού συστήματος και του διεγκεφάλου, εις σημείον ώστε, όσον περισσότερον μελετάται, διά της επισκοπήσεως, έν έργον, τόσον περισσότερον καθίσταται τούτο αντιληπτόν, διότι όλον και περισσότερον εμπλέκονται νευρωνικά δίκτυα, τα οποία συμβάλλουν εις την διεξοδικωτέραν ολοκλήρωσιν των γνωσιακών διεργασιών και την ευρυτέραν κινητοποίησιν της συναισθηματικής μεθέξεως του παρατηρητού22 (Goodman 1976).
Συγχρόνως, η αντίληψις και ιδίως η αισθητική τοιαύτη συμβάλλει εις την μείζονα ανάπτυξιν νευρωνικών δικτύων, διά των οποίων η περαιτέρω ανάλυσις και μελέτη, εν συνδυασμώ προς την αισθητικήν επίκρισιν καθίστανται λεπτότεραι και πλέον εξειδικευμέναι, εις σημείον ώστε συνεχώς να αναβαθμίζωνται τα αισθητικά κριτήρια του ατόμου, με αποτέλεσμα, η αποκτωμένη και συνεχώς αυξανομένη εμπειρία, να ασκή πλέον ουσιώδη και καθοριστικόν ρόλον εις την θέσιν του ατόμου έναντι της τέχνης και του αισθητού κόσμου και να προάγη διηνεκώς το φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι και την ανοδικήν πνευματικήν πορείαν αυτού23.
Ο τρόπος, διά του οποίου το άτομον επιζητεί την αισθητικήν αντίληψιν εις τον χώρον της οράσεως24, της ακοής ή των ετέρων αισθήσεων και ο τρόπος διά του οποίου επιζητεί τούτο να καταστή αντιληπτόν υπό των περιβαλλόντων ατόμων25, αντικατοπτρίζει την προσωπικότητα αυτού και την βαθυτέραν φιλοσοφίαν, υπό την οποίαν διέπεται η συμπεριφορά του και εν γένει ο τρόπος της επικοινωνίας του μετά του κοινωνικού χώρου.
Η οπτική και η ακουστική αντίληψις καθίστανται, διά τα περισσότερα άτομα, ουχί μόνον πύλαι εισόδου των περισσοτέρων πληροφοριών26, αλλά έν ιδιαίτερον είδος γλώσσης, η οποία προσλαμβάνει παγκόσμιον διάστασιν, υπερβαίνουσα τους τοπικούς και χρονικούς περιορισμούς, καλλιεργούσα διά της τέχνης την επικοινωνίαν των ανθρώπων και την ανάπτυξιν ενός κοινού ή παραλλήλου τρόπου σκέψως. Αι οπτικαί εικόνες εις την ζωγραφικήν και αι μελωδίαι της μουσικής διατηρούν εις ενάργειαν τον εγκέφαλον και προάγουν την σκέψιν, συμβάλλουσαι εις την διατήρησιν του εσωτερικού λόγου, καθιστάμεναι, επιπροσθέτως, εστίαι εκπηγάσεως νέων δημιουργικών και πρωτοποριακών, εν πολλοίς, σκέψεων και ιδεών. Αι ιδέαι αύται προβάλλονται, εκ νέου, είτε υπό οπτικοποιημένην εικαστικήν μορφήν είτε υπό την μορφήν της μουσικής, ενώ άλλοτε εξωτερικεύονται διά του εμμέτρου ή του πεζού λόγου, προσλαμβάνουσαι πλέον πνευματικήν και ιδεαλιστικήν διάστασιν, εις τον χώρον της φιλοσοφίας και της ποιήσεως, εις την οποίαν κατά κανόνα εκφράζεται πληρέστερον η συναισθηματική διακίνησις του ατόμου27.
Εκ παραλλήλου, η αισθητική αντίληψις παρέχει την εμπειρίαν, η οποία θα αποτελέση έρεισμα πολλών διαφοροποιημένων και συνεχώς αναβαθμιζομένων σχημάτων συμπεριφοράς, τα οποία συντείνουν εις την πλέον σκόπιμον και επακριβή και μετά ιδιαιτέρας φρονήσεως28 λειτουργικότητα του ατόμου. Κατ' ουσίαν η εμπειρία συμβάλλει εις την εδραίωσιν της αληθούς γνώσεως, η οποία δι' αυτής προσλαμβάνει βιωματικόν χαρακτήρα29, συμβάλλουσα εκ παραλλήλου εις την περαιτέρω διεύρυνσιν των εσωτερικών διαστάσεων των αισθητικών κριτηρίων του ατόμου30.
Η αντίληψις του χώρου και του χρόνου
Η αντίληψις του χώρου και του χρόνου, τόσον υπό την αντικειμενικήν έννοιαν, όσον και υπό την υποκειμενικήν έποψιν συνδέει αρρήκτως τας νευροεπιστήμας μετά της φιλοσοφίας.
Η οργάνωσις του ατόμου εις ένα ευαίσθητον εσωτερικόν λειτουργικόν χώρον, ο οποίος αδιαλλείπτως επικοινωνεί μετά του εξωτερικού κόσμου, εις τον οποίον διοχετεύεται η εσωτερική λειτουργικότης του ατόμου, απαιτεί συνειδησιακήν διαύγειαν και προηγμένην βρεγματικήν λειτουργίαν, η οποία στηρίζεται εις την ανάπτυξιν θαλαμοβρεγματικών συνδέσεων και συνεχούς επικοινωνίας του βρεγματικού λοβού μετά του μετωπιαίου.
Ο αντικειμενικός χρόνος του παρόντος, ο οποίος κατ΄ ουσίαν αποτελεί απλώς έν μαθηματικόν σημείον, λόγω της βραχείας διαρκείας αυτού, καθίσταται αντιληπτός διά σειράς διεργασιών εις τον φλοιόν του βρεγματικού λοβού, εις τον οποίον φέρονται όλαι αι οπτικαί, ακουστικαί και ιδιοδεκτικαί πληροφορίαι, αι αναφερόμεναι εις τον ενεστώτα χρόνον, ο οποίος, παρ' όλην την ελαχίστην διάστασιν αυτού, κατ' ουσίαν αποτελεί και την μόνην υπαρκτήν, υπό την έννοιαν της λειτουργικότητος, διάστασιν του χρόνου.
Επί της εκτιμήσεως της αντικειμενικής διαστάσεως του ενεστώτος χρόνου, πολλάκις υπεισέρχεται η υποκειμενική αντίληψις αυτού υπό του ατόμου, συνεπεία της οποίας διαμορφώνεται, διά σειράς βρεγματοκροταφικών διεργασιών, η έννοια του υποκειμενικού ή προσωπικού χρόνου, εις τα πλαίσια του οποίου ο χρόνος προσλαμβάνει βραχυτέραν ή ευρυτέραν αίσθησιν, εν σχέσει προς την αντικειμενικήν πορείαν αυτού, αναλόγως προς την συναισθηματικήν κατάστασιν του ατόμου, την ψυχικήν ή σωματικήν κόπωσιν αυτού, τα κίνητρα και τα βαθύτερα διαφέροντα αυτού, τας επιθυμίας αυτού και την συναισθηματικήν βαρύτητα των γεγονότων, τα οποία λαμβάνουν χώραν εντός του ενεστώτος χρόνου31. Τα αυτά, εξ αντικειμένου, γεγονότα έχουν διαφορετικήν συναισθηματικήν βαρύτητα και μνημονικήν διάρκειαν επί εκάστου ατόμου, αναλόγως προς το συναισθηματικόν υπόβαθρον αυτού, την δομήν της προσωπικότητος αυτού, τα φιλοσοφικά ή θρησκευτικά ερείσματα αυτού και την υποστηρικτικήν συμβολήν του περιβάλλοντος.
Ούτως, ιδιαιτέραν συμβολήν εις την διαμόρφωσιν της εννοίας του προσωπικού χρόνου έχει η διάρκεια των συναισθημάτων του ανθρώπου, τα οποία πολλάκις συνδέουν το παρελθόν μετά του παρόντος και προεκτείνονται εις τον μέλλοντα χρόνον, επηρεάζοντα την συμπεριφοράν αυτού προς εαυτόν και προς τον κοινωνικόν χώρον.
Η διάρκεια των συναισθημάτων εξαρτάται εκ της εντάσεως, του χαρακτήρος αυτών, του αιτίου εκ του οποίου προεκλήθησαν και εκ της συναισθηματικής ευαισθησίας του ατόμου32. Εις την διαμόρφωσιν της χρονικής διαρκείας αυτών συμμετέχει το σύμπλεγμα του αμυγδαλοειδούς πυρήνος και του ιπποκάμπου, η έλιξ του προσαγωγίου και αι περιοχαί του μετωπιαίου λοβού, αι αναφερόμεναι εις την κριτικήν ανάλυσιν του βάθους, της αιτιολογικής συσχετίσεως και του πραγματισμού των συναισθημάτων. Ως εκ τούτου, η διάρκεια εκάστης συναισθηματκής εμπειρίας δεν είναι πάντοτε σταθερά, εξαρτωμένη κυρίως εκ των διεργασιών εκλογικεύσεως του ατόμου, αι οποίαι εκλεπτύνονται και διευρύνονται συναρτήσει της διηνεκούς παιδείας και της πνευματικής καλλιεργείας αυτού33.
Αι συσσωρεύσεις και καταθέσεις όλων των παρελθόντων λειτουργικών χρονικών σημείων, τα οποία συνεκρότουν τον εκάστοτε ενεστώτα χρόνον, καταγράφονται εις τον ιππόκαμπον, ο οποίος ευρίσκεται εις τον κροταφικόν λοβόν, εντός του κροταφικού κέρατος των πλαγίων κοιλιών και συνθέτουν κατ΄ επέκτασιν την μνημονικήν υπόστασιν του παρελθόντος34, η οποία δεν έχει μεν αμεσότητα και ιδίαν λειτουργικότητα, επηρεάζει όμως την συμπεριφοράν του ατόμου, εις τον παρόντα χρόνον και ασκεί καθοριστικής βαρύτητος επίδρασιν επί της διαμορφώσεως της εννοίας του μέλλοντος και τον προγραμματισμόν εις αυτό35. Η παροχή πληθώρας πληροφοριών διά μνημονικήν εγχάραξιν, συνεπάγεται την κινητοποίησιν νευροτροφινών36 και την ενεργοποίησιν της διεργασίας της παρετεταμένης μετασυναπτικής ενισχύσεως, επί των ΑΜΡΑ υποδοχέων των διεγειρόντων αμινοξέων εις τον ιππόκαμπον, εις τα πλαίσια των δυνατοτήτων της νευρωνικής πλαστικότητος και ιδίως της συναπτικής τοιαύτης.
Εν γένει, είvαι αvαμφισβήτητoς o ρόλoς τov oπoίov διαδραματίζει η συvαπτική πλαστικότης εις τηv διαμόρφωσιv τωv αvωτέρωv ψυχικώv και voητικώv λειτoυργιώv και ιδίως εις τηv διαμόρφωσιv τωv διεργασιώv της μvήμης και της μαθήσεως. Ιδιαιτέρως, η vευρωvική πλαστικότης, εις περιoχάς, αι oπoίαι λειτoυργoύv ως δίκτυα μvημovικής καταγραφής, είvαι δυvατόv vα εκφρασθή και ως "μεταπλαστικότης"37. Συμφώvως πρoς τo θεωρητικόv πρότυπov της μεταπλαστικότητoς, χαμηλά επίπεδα μετασυvαπτικής δραστηριότητoς θα oδηγήσoυv εις τηv μακράv μετασυvαπτικήv καταστoλήv (LDP), εvώ αvτιθέτως υψηλά επίπεδα μετασυvαπτικής δραστηριότητoς oδηγoύv αργότερον εις μακράv μετασυvαπτικήv εvίσχυσιv (LDP). Η φωσφoρυλίωσις και η αυτoφωσφoρυλίωσις της πρωτεϊvικής κιvάσης, η oπoία εξαρτάται εκ τoυ ασβεστίoυ και της καλμoδoυλίvης (CaMKII) φαίvεται, ότι διαδραματίζει σημαvτικόv ρόλov εις τηv διεργασίαv της μεταπλαστικότητoς38.
Αι διεργασίαι εγχαράξεως των μνημονικών στοιχείων και η επιλογή των ιδιαιτέρας σπουδαιότητος στοιχείων προς μείζονα καταγραφήν διαφέρουν από ατόμου εις άτομον, εξαρτώμεναι εκ της δομής της προσωπικότητος αυτού, της παιδείας και της καλλιεργείας αυτού και των αμέσων διαφερόντων και των προτεραιοτήτων του εις την γνωσιολογικήν συγκρότησιν και την επαγγελματικήν και κοινωνικήν λειτουργικότητα αυτού. Ως εκ τούτου, η μνήμη έχει την αντικειμενικήν και την υποκειμενικήν διάστασιν αυτής, η δε χρονική διάστασις της αναμοχλεύσεως, αναζωπυρώσεως και αναπλάσεως των καταχωρηθέντων μνημονικών στοιχείων διαφέρει από ατόμου εις άτομον, εξαρτωμένη εκ της σπουδαιότητος αυτών και της προσωπικότητος του υποκειμένου.
Η συνειδητοποίησις του Είναι εκάστου προσώπου συνίσταται εις την συγκέντρωσιν και καταγραφήν όλων των στοιχείων, τα οποία συγκροτούν την αυτοβιογραφικήν μνήμην αυτού και την εναρμόνησιν αυτών μετά των συνθηκών του παρόντος χρόνου, εντός του οποίου αναπτύσσεται η λειτουργική έκφρασις αυτού. Εάν δεν υφίσταται η δυνατότης της μνημονικής καταγραφής, των προσωπικών στοιχείων, τα οποία εν τω συνόλω συνθέτουν το αυτοβιογραφικόν περιεχόμενον των εμπειριών και των συνθηκών του παρελθόντος, δεν είναι δυνατόν να καταστή αντιληπτή η έννοια της λειτουργικής συνεχείας του Είναι και της θέσεως της πορείας του προσώπου εντός των παραμέτρων του χρόνου και του χώρου.
Πολλά στοιχεία συνθέτοντα την αυτοβιογραφικήν μνήμην εκάστου ατόμου, ιδιαιτέρως επενδεδυμένα συναισθηματικώς, είναι καθοριστικής βαρύτητος, διά την διαμόρφωσιν του συναισθηματικού υποβάθρου αυτού, της θέσεως αυτού προς εαυτό, της συμπεριφοράς αυτού εντός του κοινωνικού χώρου και της συναισθηματικής επενδύσεως του λειτουργικού περιγράμματος αυτού εις τον μέλλοντα χρόνον39.
Ο χρόνος, ο οποίος συγκροτεί την έννοιαν του μέλλοντος κατ΄ ουσίαν δεν είναι υπαρκτός. Αποτελεί ούτος την συνισταμένην των προβολικών διεργασιών των στοιχείων, τα οποία κατεγράφησαν εις τον ιππόκαμπον, τα μαστία, τους πρόσθιους πυρήνας του οπτικού θαλάμου, την έλικα του προσαγωγίου και τον φλοιόν των εγκεφαλικών ημισφαιρίων και συνεκρότησαν τον συνεχώς αυξανόμενον χώρον του παρελθόντος, ο οποίος εναρμονιζόμενος μετά των αντικειμενικών παραμέτρων των συνθηκών του παρόντος, υπό το κράτος των οποίων λειτουργεί το άτομον, προβάλλονται εις ένα μη ορατόν και αντικειμενικώς αντιληπτόν χρόνον, η διάστασις του οποίου εκτείνεται από το επόμενον χρονικόν σημείον, το οποίον μετ' ολίγον θα συγκροτήση το παρόν, έως της αιωνιότητος40.
Η σύνθεσις της εννοίας του μέλλοντος είναι αποτέλεσμα συνεργασίας του βρεγματικού και του κροταφικού λοβού μετά του μετωπιαίου λοβού, εις τας φλοιϊκάς δομάς του οποίου, το παρελθόν θα υποστή κριτικήν ανάλυσιν, στοιχεία αυτού θα ενσωματωθούν μετά του παρόντος και θα προβληθούν υπό πραγματιστικήν έννοιαν εις το άμεσον ή απώτερον μέλλον.
Η διαμόρφωσις του μέλλοντος είναι συνυφασμένη μετά του προγραμματισμού της λειτουργικότητος του ατόμου εις αυτό. Όσον η ευφυία και η κριτική ικανότης του ατόμου είναι υψηλότεραι τόσον βαθυτέρα είναι η διείσδυσις εις τον χρόνον του μέλλοντος και τόσον πλέον αντικειμενικάς, σκοπίμους και εφικτάς διαστάσεις δύναται να προσλάβη ο προγραμματισμός και η κατάστρωσις της λειτουργικότητος του ατόμου εις αυτό.
Αμφότεροι οι μετωπιαίοι λοβοί συνεργάζονται εις την διαμόρφωσιν του μέλλοντος. Ο δεξιός μεν εκτιμά και κρίνει την αξίαν των υποκειμενικών προβολικών τάσεων εις τον χρόνον του μέλλοντος, ο αριστερός δε εκτιμά τας ενδεχομένας αντικειμενικάς συνθήκας, αι οποίαι θα υπάρξουν εις τον μέλλοντα χρόνον, επί τη βάσει των εμπειριών του παρελθόντος και των ισχυουσών συνθηκών του παρόντος, σταθμίζων, εκ παραλλήλου, τας δυνατότητας της ευρείας ή εξειδικευμένης λειτουργικότητος του ατόμου εντός αυτών. Το παρελθόν παρέχει συνεχώς, διά της κριτικής αναλύσεως αυτού, την δυνατότητα διαμορφώσεως νέων λειτουργικών πλαισίων, διά τον προκαθορισμόν της πορείας του ατόμου εντός του χρόνου του μέλλοντος
Η έννοια του μέλλοντος και ο προγραμματισμός εντός αυτού έχει σαφώς μεγαλυτέραν υποκειμενικήν διάστασιν, εν σχέσει προς την έννοιαν του παρόντος και του παρελθόντος. Άτομα ευφυά, έχοντα πνευματικήν καλλιέργειαν αντιλαμβάνονται το μέλλον υπό την γραμμικήν ευθυασμένην μορφήν αυτού, ήτοι ως χρόνον, ο οποίος δεν επαναλαμβάνεται και παρ΄ όλην την ενδεχομένην ομοιότητα ωρισμένων στοιχείων αυτού προς αντίστοιχα στοιχεία του παρελθόντος, εν τούτοις ούτος έχει, ευρύτερον, ιδίαν πορείαν και ίδιον περιεχόμενον. Επί ελλείψεως υψηλών κινήτρων, αι προοπτικαί διαμορφώσεως του μέλλοντος είναι ιδιαιτέρως περιωρισμέναι, με αποτέλεσμα τούτο να εκφράζη την κυκλοποίησιν41 των συνθηκών του παρόντος και του παρελθόντος και να αποβάλλη, κατά το μέγιστον, την ευθυασμένην γραμμικήν διάστασιν αυτού42.
Η έννοια του σωματικού και ψυχικού εγώ και η ψυχοσωματική ενότης
Ιδιαιτέρας βαρύτητος είναι η αίσθησις και αντίληψις του σωματικού εγώ, τόσον υπό την σχηματοποιημένην αντικειμενικήν μορφήν αυτού, όσον και υπό την έννοιαν της ψυχικής αποδοχής και της συμφιλιώσεως μετ΄ αυτού.
Η σχηματοποίησις του σωματικού εγώ, αποτελούσα σύνθετον και διηνεκή διεργασίαν, πραγματοποιείται κυρίως εις τον φλοιόν του βρεγματικού λοβού από πληροφορίας, αι οποίαι συνεχώς συρρέουν εκ του οπτικού, ακουστικού και αισθητικού φλοιού και επανατροφοδοτούνται από θαλαμικάς ώσεις, ενώ η ψυχική αποδοχή του σωματικού εγώ και η συμφιλίωσις υπό την φιλοσοφικήν έννοιαν μετ΄ αυτού προϋποθέτει, συνεχή βρεγματοκροταφικήν και μετωποκροταφικήν επικοινωνίαν43.
Η έννοια της ψυχοσωματικής ενότητος απαιτεί την συμμετοχήν του μετωπιαίου λοβού, εις τα νευρωνικά δίκτυα του οποίου, η εγγεγραμμένη αντίληψις και συνειδητοποίησις του σωματικού εγώ συνδέεται κατά τρόπον άμεσον μετά της νοητικής και ψυχικής λειτουργικότητος του ατόμου, εις άλλοτε άλλην έκτασιν.
Αναλόγως δε προς τας διαστάσεις, τας οποίας προσλαμβάνει η αποδοχή του σωματικού ή ψυχικού εγώ υπό του ατόμου, θα διαμορφωθή και ο ψυχοσωματικός χαρακτήρ αυτού44, εις τον οποίον αι προτεραιότητες τόσον περισσότερον αναβιβάζονται και εκλεπτύνονται, όσον ευρυτέραν διάστασιν καταλαμβάνει η ψυχική και νοητική υπόστασις του ατόμου, εις το όλον περίγραμμα του ψυχοσωματικού Είναι αυτού45. Διά μέσου των διεργασιών αμφοτέρων των μετωπιαίων λοβών, εν συνεργασία προς τους κροταφικούς λοβούς, αποκαλύπτονται και εκφράζονται αι ψυχικαί λειτουργίαι του ανθρώπου και συνδέονται αύται μετά του σωματικού εγώ, εν συνεργασία προς τον φλοιόν της νήσου του Reil και τον διεγκέφαλον46.
Εκ παραλλήλου η συνειδητοποίησις του σωματικού εγώ του ατόμου εις τον βρεγματικόν λοβόν και η σύγκρισις αυτού μετά του σωματικού εγώ των ατόμων του περιβάλλοντος, η οποία πραγματοποιείται διά διεργασιών του μετωπιαίου λοβού, ασκεί επίδρασιν επί του συναισθήματος του ατόμου και της διαμορφώσεως της κοινωνικής συμπεριφοράς αυτού, η ψυχοπαθολογία της οποίας είναι τόσον μεγαλυτέρα, όσον η ψυχική συμφιλίωσις μετά του σωματικού εγώ, η αποδοχή αυτού και η στροφή αυτού προς την πνευματικήν και νοητικήν διάστασιν είναι πλημμελεστέρα47.
Η μετ΄ εμφάσεως εστίασις των ατόμων επί των χαρακτήρων του σωματικού εγώ αποτελεί το κύριον αίτιον, εκ παραλλήλου, των διακρίσεων και προκαταλήψεων, αι οποίαι ενίοτε αναπτύσσονται εντός των κοινωνικού χώρου, αναφερομένων εις το χρώμα, την φυλήν και την μορφήν των ανθρώπων, αι οποίαι πολλάκις κορυφούμεναι αλλοιώνουν την ηθικήν συνείδησιν της κοινωνίας και προσβάλλουν την έννοιαν της δικαιοσύνης, της ισοτιμίας, της αξιοπρεπείας και του σεβασμού προς το ανθρώπινον πρόσωπον.
Διά προηγμένων μετωπιαίων διεργασιών, εις τας οποίας συμμετέχουν ευρύτατα νευρωνικά δίκτυα, ο άνθρωπος δύναται να αντιληφθή την μεταφυσικήν διάστασιν του ψυχοσωματικού Είναι, να αισθανθή την υπέρβασιν του ιστορικού χρόνου και να προγευθή την πορείαν αυτού εντός της αιωνιότητος, εις την οποίαν ούτος θα εξακολουθή να διατηρή την εσωτερικήν συνοχήν και ενότητα αυτού48.
Ο λόγος
Η γλώσσα, η οποία πέραν της δυνατότητος, την οποίαν παρέχει εις την μεταξύ των ανθρώπων επικοινωνίαν, διά του προφορικού και γραπτού λόγου, αποτελεί και ουσιώδες μέσον αναπτύξεως του εσωτερικού λόγου49, της σκέψεως και του φιλοσοφικού στοχασμού.
Ο λόγος50 διαμορφούται επί σειράς συνθέτων νευρωνικών πλεγμάτων, τα οποία περιλαμβάνουν εν τω συνόλω αυτών τας περισσοτέρας φλοιϊκάς περιοχάς των εγκεφαλικών ημισφαιρίων, συγκεκριμενοποιούμεναι, εν τούτοις, επί εξειδικευμένων κέντρων, τα οποία αναπτύσσονται επί του μετωπιαίου, του κροταφικού, του βρεγματικού λοβού και της βρεγματοϊνιακής περιοχής.
Η λειτουργία του λόγου συνίσταται εις την επιλογήν ευρείας σειράς συμβολικών εννοιών, διατυπουμένων διά καταλλήλων ήχων, ήτοι των φωνημάτων και οπτικών συμβόλων, ήτοι των εγγραμμάτων, τα οποία δύνανται να έχουν ιδεογραφικόν ή φωνογραφικόν χαρακτήρα, διά των οποίων εκφράζονται αι σκέψεις, αι παρατηρήσεις, αι διαπιστώσεις, αι αποφάσεις, αι προσδοκίαι και αι, εν γένει, ψυχικαί διεργασίαι του ατόμου και καθίστανται αντιληπταί αι σκέψεις των άλλων προσώπων, αναπτυσσομένης ούτω λεκτικής ή γραπτής επικοινωνίας μεταξύ των ατόμων. Η αναγνώρισις και κατανόησις του λογου, υπό την προφορικήν ή την γραπτήν μορφήν αυτού, καθίσταται εφικτή διά της αναπτύξεως εξειδικευμένων αισθητηριακών κέντρων, τα οποία συνεργάζονται αφ΄ ενός μεν μετά των αντιστοίχων πρωτογενών φλοιϊκών κέντρων της ακοής και της οράσεως, αφ' ετέρου δε μετά των εξειδικευμένων μετωπιαίων κέντρων της κριτικής αναλύσεως των προσλαμβανομένων προφορικών και γραπτών πληροφοριών.
Η παραγωγή, έκφρασις και εκπομπή του λόγου, προφορικού ή γραπτού συνεπάγεται αντιστοίχως την ανάπτυξιν και διαμόρφωσιν εξειδικευμένων φλοιϊκών κινητικών κέντρων ομιλίας και γραφής, τα οποία συνεργάζονται αφ΄ ενός μεν μετά των αισθητηριακών κέντρων κατανοήσεως του λόγου, αφ' ετέρου δε μετά των μετωπιαίων κέντρων της κριτικής αναλύσεως του παραγομένου λόγου.
Εκ παραλλήλου, η συναισθηματική επένδυσις του λόγου καθίσταται αντιληπτή διά της αναπτύξεως αισθητηριακού κέντρου αντιλήψεως της προσωδίας, ήτοι του συναισθηματικού χαρακτήρος του προσλαμβανομένου προφορικού ή γραπτού λόγου και κινητικού κέντρου προσωδικής εκφράσεως, ήτοι συναισθηματικής επενδύσεως του εκφραζομένου προφορικού ή γραπτού λόγου, αμφότερα των οποίων εντοπίζονται επί του δεξιού ημισφαιρίου, επί δεξιοχείρων, ενώ το κύριον αισθητηριακόν και κινητικόν κέντρον του λόγου εντοπίζονται επί του επικρατούντος, επί των δεξιοχείρων, αριστερού ημισφαιρίου.
Η επιλογή της καταλλήλου εκάστοτε λέξεως, διά την αρμονικήν, καταληπτήν και πλήρη διαμόρφωσιν ενός νοήματος αποτελεί εξαιρετικώς σύνθετον νευρωνικήν λειτουργίαν, εις την οποίαν μετέχουν τα εξειδικευμένα φλοιϊκά κέντρα διαμορφώσεως του λόγου και συνεργάζονται μετ΄αυτών πυκνά φλοιοθαλαμικά και θαλαμοφλοιώδη νευρωνικά δίκτυα, επικοινωνούντα μετά εκτεταμένων περιοχών κριτικής αναλύσεως, εντοπιζομένων εις τον μετωπιαίον λοβόν, αμφοτέρων των ημισφαιρίων. Όσον περισσότερον δε καλλιεργείται και εμπλουτίζεται ο λόγος, τόσον περισσότερα νευρωνικά δίκτυα εντάσσονται εις την διαμόρφωσιν της ευστοχίας και της γλαφυρότητος αυτού, εντός των δυνατοτήτων, τας οποίας παρέχει η νευρωνική πλαστικότης και η μετασυναπτική διαφοροποίησις των δενδριτικών ακανθών51.
Τα όρια του λόγου διευρύνονται, διά της συμμετοχής, εις την έκφρασιν και έμφασιν αυτού, αφ΄ ενός μεν της μιμικής εκφράσεως του προσώπου του ομιλούντος ή του ακροωμένου προσώπου, αφ΄ ετέρου δε της καταλλήλου κινητικής συμπεριφοράς των χειρών και της κεφαλής αυτού.
Το περιεχόμενον του λόγου, προφορικού ή γραπτού και ο εύγλωττος τρόπος εκφράσεως αυτού, διά της καταλλήλου επιλογής της γλώσσης, των λέξεων, της συντάξεως, του τονισμού και της προσωδίας αυτού, αποτελούν συνάρτησιν της παιδείας, της πνευματικής καλλιεργείας, του χαρακτήρος, της προσωπικότητος και του συναισθηματικού υποβάθρου του ατόμου, καθ΄ όσον διά του λόγου εν τω συνόλω αντικατοπτρίζεται ουσιώδες μέρος της εσωτερικής ζωής αυτού52.
Ο εσωτερικός λόγος, τα βαθέα συναισθήματα, αι ενδότεραι σκέψεις, παραλλήλως προς την φαντασίαν, αποτελούν μη εκδηλουμένας διεργασίας, αι οποίαι όμως διαδραματίζουν ουσιώδη και πολλάκις καθοριστικής βαρύτητος ρόλον εις την φιλοσοφικήν θεώρησιν του ατόμου, τας αξίας, τας αρχάς, την συμπεριφοράν αυτού και την όλην θέσιν αυτού εντός του κοινωνικού χώρου.
Ιδιαιτέραν βαρύτητα διά την φιλοσοφίαν έχει η εξωτερίκευσις της εσωτερικής ζωής του ατόμου, υπό την μορφήν του γραπτού λόγου, των σχημάτων συμπεριφοράς ή των έργων της τέχνης, διά των οποίων αποκαλύπτεται ο εσωτερικός κόσμος του ατόμου, καθ΄ όσον αποτελούν ταύτα αληθείς θυρίδας, διά των οποίων προβάλλονται αι εσωτερικαί ψυχικαί διεργασίαι. Η εξωτερίκευσις αύτη, υπό την νευρολογικήν απλουστευμένην μάλλον έννοιαν, στηρίζεται εις έν σύστημα αποδοχής των εξωτερικών πληροφοριών, εναρμονίσεως αυτών μετά των εσωτερικών ψυχικών στοιχείων του ατόμου και εξωτερικεύσεως αυτών, υπό την ιδιαιτέραν διά το άτομον σχηματοποιημένην μορφήν, διά υποκειμενικής επιλογής των μέσων και των τρόπων εκφράσεως.
Εν τούτοις, πέραν της υποκειμενικής ερμηνείας υπό των διαφόρων ατόμων, τα φαινόμενα της νοητικής και ψυχικής εκφράσεως του ανθρώπου, ως προσώπου, διατηρούν την δυνατότητα να εγκλείουν την ιδικήν των αλήθειαν, δεδομένου ότι η αλήθεια53 καθ΄ εαυτήν εκφράζει την έννοιαν του όντος54.
Η σύλληψις της εννοίας της αληθείας και του απολύτου αποτελούν ιδιαιτέρως δυσχερή και σύνθετον νευρωνικήν διεργασίαν, πραγματοποιουμένην κυρίως εις τας φλοιϊκάς επιφανείας του βρεγματικού λοβού και του προμετωπιαίου φλοιού. Εξ αυτών, η αληθής μεν υπόστασις των στοιχείων του αισθητού κόσμου, διέρχεται διά των διεργασιών της αισθητικοαισθητηριακής αντιλήψεως και εκτιμάται εις τας μετωπιαίας φλοιϊκάς περιοχάς της κριτικής αναλύσεως και συσχετίσεως των πραγματικών εννοιών, εκάστη των οποίων έχει ιδίαν αισθητήν υπόστασιν, η αλήθεια δε η εκφραζομένη διά του κόσμου των ιδεών, μη έχουσα αισθητήν υπόστασιν, αλλά νοητήν τοιαύτην, φέρεται εις την κυρτότητα και την κάτω επιφάνειαν του μετωπιαίου λοβού, ένθα υφισταμένη αύτη κριτικήν ανάλυσιν, ενσωματούται εις διαφορετικήν έκτασιν και βάθος δι΄ έκαστον άτομον, εις το ιδεολογικόν και αξιολογικόν περιεχόμενον της συνειδήσεως αυτού.
Κατά τους προσωκρατικούς φιλοσόφους όλον το σκέπτεσθαι του ανθρώπου, όλος ο εσωτερικός λόγος αυτού, αιρόμενος εκ της καθημερινότητος, θα πρέπη να στέφεται εις την αναζήτησιν της Αληθείας και του όντως όντος55. Ούτως, ο Παρμενίδης και ο Ηράκλειτος56 εκφράζουν την αξίαν του απολύτου, ο πρώτος μεν υπό την έννοιαν του Είναι, ο δεύτερος δε υπό την έννοιαν του Γίγνεσθαι57. Το Είναι του Παρμενίδου, εν τούτοις, δεν εκφράζει στατικότητα, καθ'όσον αποτελεί το σταθερόν υπόβαθρον του Γίγνεσθαι ή την διαμορφωμένην έκφρασιν αυτού, καθ΄ όσον διά του Γίγνεσθαι αγόμεθα εις το Είναι και το Είναι εκ παραλλήλου δύναται να διαφοροποιηθή εις έν διηνεκές Γίγνεσθαι. Η έννοια της στατικότητος είναι μακράν της αληθούς λειτουργικότητος του εγκεφάλου, ο οποίος χαρακτηρίζεται υπό διηνεκούς δυναμικότητος, εις τα πλαίσια της οποίας αμφιδρόμως ενισχύονται το Είναι και το Γίγνεσθαι.
Εντός του Γίγνεσθαι, περιλαμβάνεται η ολότης του παντός, η οποία ολοκληρούται έτι μάλλον διά της δυνατότητος της συνεχούς μεταβλητότητος και αναβαθμίσεως της ψυχοσωματικής υποστάσεως του ανθρώπου, η οποία αναφερομένη εις έν υψηλόν αξιολογικόν σύστημα διασφαλίζει την συνεχή πορείαν αυτού προς την τελείωσιν και το απόλυτον58.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Abraham WC: Activity-dependent regulation of synaptic plasticity (metaplasticity) in the hippocampus. In: The hippocampus: Function and Relevance ed. Kato N. pp.15-34. Amsterdam Elsevier Sci.1996.
Aristotle: De anima. Greek text and English transl. by WS Hat. London W. Heinemann, Cambridge MA Harvard University Press, 1957.
Aristotle: Nichomacian ethics. Greek text and English transl. by H. Rackham. London W. Heinemann, Cambridge MA Harvard University Press, 1953.
Baloyannis SJ, Costa V: Substance P increases the dendritic arborisation and the axonic sprouting of Purkinje cells of rat's cerebellum cultured in vitro. Clinical Neuropathology 1992; 11:167-168.
Baloyannis SJ, Manolidis S, Arzoglou L, Costa V, Manolidis L: The structural organization of layer I of the adult human acoustic cortex. Acta Otolaryngol. (Stockh.) 1993; 113:502-506.
Baloyannis SJ: Substance P increases the synaptogenesis of the cerebellar cortex in vitro. Clinical Neuropathology 1996;15:164.
Baloyannis SJ, Costa V, Deretzi G: Intraventricular administration of Substance P induces unattached Purkinje cell dendritic spines. Int. J. Neurosci. 1992; 62:251-262.
Bermudez J.L: The Paradox of Self-Consciousness. Cambridge, MA: MIT Press. 1998
Biemel W: Martin Heidegger: An Illustrated Study Trans. J.L. Mehta. New York: Harcourt, Brace, Jovanovich. 1976.
Burnet J. Early Greek Philosophy, New York: Barnes and Noble, 1962.
Chalmers D: The Conscious Mind. Oxford: Oxford University Press. 1996.
Churchland Pat: Neurophilosophy. Cambridge, MA: MIT Press. 1986.
Churchland Paul: Scientific Realism and the Plasticity of Mind. Cambridge: Cambridge University Press 1979.
Churchland Paul: The Engine of Reason, The Seat of the Soul. Cambridge, MA: MIT Press. 1995.
Churchland Paul, Churchland Patricia: "Recent Work on Consciousness: Philosophical, Empirical and Theoretical." Seminars in Neurology. 1997; 17:101-108.
Dennett DC: Consciousness explained. Boston, Little Brown 1991.
Descartes R: Traite de l'homme. Paris 1662.
Diels Η, Kranz W: Die Fragmente der Vorsokratiker, Berlin: Weidmannsche Verlags-buchhandlung,1951.
Επικτήτoυ: Εγχειρίδιov Εις.: Epicteti Dissertationes ab Arriani digestae H.Schenkl, Stutgardiae aed. Teubneri 1965.
Εricksοn Ε: The problem of ego identity. J. Am. Psych. Ass. 1965, 6:56-121.
Fell J: Heidegger and Sartre: An Essay on Being and Place. New York: Columbia University Press. 1979.
Figurov A, Pozzo ML, Olafsson P, Wang T, Lu B: Regulation of synaptic responses to high-frequency stimulation and LTP by neurotrophins in the hippocampus. Nature 1996; 381:706-709.
Gazzaniga M (ed.) The Cognitive Neurosciences. Cambridge, MA: MIT Press 1995.
Goodman N: Language of art: an approach to a theory of symbols, Indianapolis, Hacket Publications 1976.
Hawkins, Richard and Kandel, Eric (1984) "Is There a Cell-Biological Alphabet for Learning?". Psychological Review. 91, 375-391.
Hebb, Donald (1949) The Organization of Behavior. New York: Wiley.
Heidegger Μ: Plato's Doctrine of Truth, tr. John Barlow, Philosophy in the Twentieth Century , Vol. III, eds. William Barret and Henry D. Aiken. New York: Harper & Row, 1971.
Heidegger M: Sein und Zeit Tόbigen, (16 ed) Max Niemeyer Verlag, 1986.
Hegel GWF: Phaenomenologie des Geistes, Werke II, Berlin 1832-1845.
Hegel GWF: Lectures on the History of Philosophy ed. Hoffmeister 1940.
Hegel GWF: Vorlesungen uber die Geschichte der Philosophie, III, Werke XV, ed. Philipp Marheineke. Berlin 1832-1845.
Heidegger M: Einfuhrung in die Metaphysik ,Tόbingen: Max Niemeyer Verlag, 1953. Heidegger M: Sein und Zeit Tubigen, (16 ed) Max Niemeyer Verlag 1986.
Heidegger Μ: Plato's Doctrine of Truth, tr. John Barlow, Philosophy in the Twentieth Century, Vol. III, eds. William Barret and Henry D. Aiken. New York: Harper & Row,1971.
Heidegger Martin: Early Greek Thinking , trs. David Farrell Krell and Frank A.
Kahn C: The art and thought of Heraclitus, Cambridge 1979.
Kandel Eric (1976) Cellular Basis of Behavior. San Francisco: W.H. Freeman.
Kang H, Schuman EM: Long lasting neurotrophin-induced enhancement of synaptic transmission in the adult hippocampus. Science 1995;267:1658-1662.
Kierkegaard Soren: Varker I Udvalds. Udg. af FJ Bileskov Jansen. Kobenhavn 1950.
Kierkegaard S.: Concluding Unscientific Postscript. Trans. D. Swenson and W. Lοwrie. Ρrinceton 1940, p. 77.
Kierkegaard Soren: Journals and Papers. 6 vol. Transl. Howard V. Hong and Edna H. Hong assisted by Gregor Malantschuk. Bloomington, Indiana University Press, 1967.
Κierkegaard S.: Joumal 109. Ιn Hong Ην and Hong ΕΗ: Soren Κierkegaard's Joumals and Papers, Bloomington, 1967-1977.
Κierkegaard S.: The point of view of my work as an author. Trans.W. Lοwry. New York 1962, p. 41. 20.
Κierkegaard S.: Philosophical Fragments 1844. trans. D. Swenson, 2nd ed. Rev. Η. Hong. Ρrinceton 1962.
Kierkegaard Soren: Diario 1-3. A cura di Cornelio Fabro. Brescia 1948-1951.
Kierkegaard Soren: The Journals. Tranl and Ed. Alexander Dru. Oxford University Press 1938.
Kierkegaard Soren: Upbuilding Discourses in Various Spirits, trans. Howard V. Hong and Edna H. Hong, Princeton, Princeton University Press, 1993.
Kierkegaard.Soren: The concept of dread. Tranl. W. Lowry, N. Jersey, Princeton Univ. Press, 1973.
Kirk GS: Natural changes in Heraclitus. Mind 1951; 60:35-42.
Κirk GS: Heraclitus: The cosmic fragments. Cambridge 1954.
Kirk G.S, Raven J.E, Schofield M: Τhe Presocratic Philosophers: A critical History with a selection of texts. Second Edition, Cambridge University press 1995
Llinas R.R, Pare D: Of dreaming and wakefulness Neuroscience 1991;44: 521-535.
Llinas R, Churchland P (eds.) The Mind-Brain Continuum. Cambridge, MA: MIT Press. 1996
Long AA: Stoic studies, Cambridge, Cambridge University Press 1996.
Luria AR: The man with the shattered world. Cambridge, Harvard University press 1987.
McAllister AK: Cellular and molecular mechanisms of dendritic growth. Cereb. Cortex 2000; 10:963-973.
Μπαλoγιάvvης Σ: Διάβασις διά της Ψυχoλoγίας. Εκδ. Πoυρvαρά, Θεσσαλovίκη 1982.
Μπαλογιάννης Σ: Η υπαρξιακή αγωνία. Γρηγόριος ο Παλαμάς, 1987,70: 30-38.
Μπαλογιάννης Σ.: Η αυτοκτονία και ο θάνατος κατά τους στωϊκούς φιλοσόφους. Προσφορά Παντελεήμονι Β', τω Παναγιωτάτω Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, επί τη εικοσιπενταετηρίδι της αρχιερατείας αυτού. Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 381-391.
Μπαλoγιάvvης Σ: Σωκράτης κατά τov Kierkegaard. Αρχεία Ελληvικής Iατρικής 1994;11:349-259.
Μπαλογιάννης Σ.: Η Ψυχοθεραπεία κατά την αρχαιότητα. Επιστ. Eπετ. Θεολογ. Σχ. ΑΠΘ. 1992, σελ 431-438.
Μπαλογιάννης Σ.Ι.: Το μήνυμα του Παρμενίδου εις την εποχήν της παγκοσμιοποιήσεως. Εγκέφαλος 2004, 41;71-78.
Μπαλογιάννης Σ.: Η ψυχολογική διάστασις της διαταραχής της κοινωνικης συμπεριφοράς του συγχρόνου ανθρώπου. Γρηγόριος Παλαμάς 1966; 761: 41-65.
Μπαλoγιάvvης Σ.Ι.: Η κλιvική εκτίμησις τoυ εις κωματώδη κατάστασιv ευρισκoμέvoυ ασθεvoύς. Εις Θ. Παπαπετρόπoυλoς (Εκδ) Τα επέιγovτα εις τηv Νευρoλoγίαv. Διαγvωστική και θεραπευτική αvτιμετώπισις. Πάτραι 2000.
Μπαλογιάννης Σ.: Το άγχος εις την φιλοσοφίαν του Kierkegaard. Γρηγόριος ό Παλαμάς 1988, 71:8-13.
Μπαλογιάννης Σ.: Ψυχιατρική καί Ποιμαντική Ψυχιατρική. Εκδ. Πουρναρά. Θεσσαλονίκη 1986.
Μπαλoγιάvvης Σ.I.: Ηράκλειτoς o Εφέσιoς, o πρόδρoμoς της υπαρξιακής φιλoσoφίας. Γρηγόριoς Παλαμάς 2000; 83:291-336.
Μπαλoγιάvvης Σ.: Η μελαγχoλία τoυ Kierkegaard εις τηv ζωήv και τo έργov τoυ. Γρηγόριoς Παλαμάς 1988; 81:303-351.
Μπαλoγιάvvης Σ.: Ο ρόλoς τoυ ασβεστίoυ εις τηv ζωήv και τov θάvατov τoυ vευρικoύ κυττάρoυ. Θεσσαλovίκη 1995.
Μπαλoγιάvvης Σ.: Οι υπoδoχείς τωv διεγειρόvτωv αμιvoξέωv. Θεσσαλovίκη 1996.
McGinn Colin: Can we solve the mind body problem? Mind 1989; 98:349-366.
McGinn Colin: Consciousness and Content. The problem of the consciousness. Oxford, Blackwell 1991, pp.23-43.
Nagel, Thomas (1971). "Brain Bisection and the Unity of Consciousness" Synthese. 25, 396-413.
Pelcovitz D, Kaplan S, Goldenberg Β, Mandel F, Lehare J, Guapera Ι: Post-traumatic stress disorder in physically abused adolescents. Ι. Am. Acad Child Adolesc. Psychiatry 1994, 33:305-312.
Πλωτίvoυ Έργα: Tomus II, Enneades IV-V Edit. Paul Henry et Hans-Rudolf Schwyzer, Oxonii 1977.
Priker S.: Visual cognition. An introduction. Cognition 1984; 18:66.
Schaffner K.: "Philosophy of Medicine." In M. Salmon, J. Earman, C. Glymour, J. Lennox, P. Machamer, J. McGuire. J. Norton, W. Salmon, and K. Schaffner (eds.). Introduction to the Philosophy of Science. Englewood Cliffs, NJ: Prentice-Hall. 1992
Vygotsky: Psihologija Iskustva. Moskva 1968.
Wheelwright P: Heraclitus. New York: Atheneum, 1964.
Woodward, James (2003). Making Things Happen: A Theory of Causal Explanation. Oxford: Oxford University Press.
Zigmond M, Bloom F, Landis S, Roberts J, Squire L. (eds.) Fundamental Neuroscience. San Diego: Academic Press. 1999.
Zysset S, Huber O, Ferstl E, et al. The anterior frontomedian cortex and evaluative judgment: an fMRI study. Neuroimage 2002;15:983-91.