Εργασία και ανεργία: ψυχολογικές επιπτώσεις
Μ. ΦΑΤΟΥΡΟΥ*
*Ομότιμη Καθηγήτρια Ψυχολογίας
Περίληψη
Η εργασιακή εξουθένωση ή το εργασιακό κάψιμο (work burnout) αποτελεί διεθνώς μία προβληματική ψυχολογική κατάσταση που παρουσιάζουν στη σύγχρονη εποχή κυρίως υψηλόβαθμα στελέχη αλλά και εργαζόμενοι σε επικίνδυνα επαγγέλματα. Περιγράφονται πολλά ψυχοθεραπευτικά προγράμματα για την αντιμετώπιση της. Με την παγκόσμια οικονομική κρίση σήμερα, η έλλειψη εργασίας γίνεται ένας ακόμη λόγος για να φανούν επιπρόσθετα προβλήματα όπως κατάθλιψη, κρίσεις πανικού κτλ. στον εργαζόμενο και στην οικογένεια του. Συζητούνται τρόποι αντιμετώπισης.
Παρουσιάζεται μία περίπτωση αντιμετώπισης εργασιακού άγχους σε ειδικούς εκπαιδευτικούς που θεραπεύουν και διδάσκουν αυτιστικά παιδιά σε Ειδικό Κέντρο των Αθηνών. Στη συνέχεια παρουσιάζονται οι επιπτώσεις της Ανεργίας γενικότερα και αναπτύσσονται έρευνες με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Φιλανδία. Εγκέφαλος 2010, 47(4):176-180.
Λέξεις κλειδιά: Ανεργία, ψυχολογικά προβλήματα.
Εργασιακή εξουθένωση: Πράξη και πρόληψη
Τι είναι εργασιακή εξουθένωση;
Η πρώτη που ασχολήθηκε με την εργασιακή εξουθένωση ήταν η Christina Maslach η οποία πρότεινε το γνωστό μοντέλο «των τριών διαστάσεων». Γνωστή επίσης είναι η προσέγγιση των Edelwich & Brodsky. Το μοντέλο του Cherniss που αναφέρεται σε μια διαδραστική κατάσταση και η προσέγγιση των Pines & Aronson (Career burnout) οι οποίοι μιλούν για την επαγγελματική εξουθένωση και εντοπίζουν και καταγράφουν συμπτώματα τόσο στο σωματικό όσο και στο ψυχολογικό επίπεδο.
Στο «σύνδρομο εξουθένωσης» (burn out), η Christina Maslach αναφέρθηκε το 1982 και αφορούσε κυρίως επαγγελματίες σε κοινωφελείς υπηρεσίες, όπως στο χώρο της υγείας και της εκπαίδευσης. Πλήττει τους εργαζόμενους, τους χρήστες υπηρεσιών και τους οργανισμούς.
Η Maslach αναφέρει τρεις διαστάσεις:
α) τη συναισθηματική εξάντληση, β) την αντικειμενοποίηση της εργασίας ή την αποπροσωποποίηση του άλλου αλλά και του εαυτού του, γ) την ελάττωση της ικανότητας και της παραγωγικότητας.
Είναι ενδιαφέρον ότι τονίζει ότι το μέτριας έντασης άγχος βοηθάει, η εξουθένωση ωστόσο είναι πάντα αρνητική.
Τα συμπτώματα του εργαζόμενου είναι ποικίλα.Βιώνει ένταση, ευερεθιστότητα, γκρίνια, φωνές, και επιθετικότητα, αντικειμενοποιεί τον πελάτη, παρατηρείται έλλειψη σωματικής και συναισθηματικής ενέργειας και έχει σωματική καταπόνηση, έχει δυσκολία με το πρωινό ξύπνημα, αρνητική στάση προς τον εαυτό, μείωση της παραγωγικότητας και αισθάνεται έλλειψη δημιουργικότητας. Η σωματική υγεία επιβαρύνεται και συχνά παρατηρείται κατανάλωση οινοπνεύματος.
Οι επιπτώσεις στον οργανισμό, όπου εργάζονται τα άτομα με εργασιακή εξουθένωση είναι αύξηση των απουσιών των εργαζόμενων, πτώση της παραγωγικότητας, αδιαφορία προς τους πελάτες με ποικίλες επιπτώσεις, εμφάνιση εργασιακών συγκρούσεων.
Οι εκλυτικοί παράγοντες της εργασιακής εξουθένωσης είναι ποικίλοι:
α) Παρατηρούνται υπερβολικές απαιτήσεις από τον εαυτό και υψηλές προσδοκίες από το ίδιο το επάγγελμα.
β) Ο/η εργαζόμενος/η δεν παίρνει συστηματική επανατροφοδότηση σε ότι αφορά τη δουλειά του.
γ) Παρατηρούνται κακές σχέσεις με ανώτερους, επόπτες και συναδέλφους
δ) Οι διφορούμενοι ρόλοι των εργαζομένων
ε) Η πολλή δουλειά, εντατική και μακράς διάρκειας και η μακράς διάρκειας ένταση.
στ) Οι χαμηλές αμοιβές και τα περιορισμένα κίνητρα
ζ) Οι ατελείς διευκολύνσεις, οι γραφειοκρατικές απαιτήσεις και κυρίως η βία και ο εργασιακός εκφοβισμός.
η) Η μακρόχρονη εργασία χωρίς διακοπή και η εργασία με ασθενείς με χρόνιες παθήσεις.
Αξίζει όμως να αναφέρουμε ότι η Χαρίτου-Φατούρου και συνεργάτες (2002), σε σχετική έρευνα, παρατηρούν υψηλά επίπεδα εργασιακής εξουθένωσης ακόμη και σε αστυνομικούς της Βραζιλίας.
Παράδειγμα παρέμβασης και πρόληψης σε εργασιακό πλαίσιο: Καινοτόμος πιλοτική εφαρμογή με ομάδα επικοινωνίας
Παρουσιάζεται μία περίπτωση αντιμετώπισης εργασιακού άγχους σε ειδικούς εκπαιδευτικούς που θεραπεύουν και διδάσκουν παιδιά με αυτισμό, στο «Κέντρο Ανάπτυξης και Εκπαίδευσης του Παιδιού» στην Αθήνα με επιστημονική υπεύθυνη την καθηγήτρια Αγγελική Γενά (2003-2005). Το παράδειγμα αυτό εφαρμόστηκε από τη Μ. Χαρίτου-Φατούρου η οποία έδρασε και ως συντονίστρια ομάδας επικοινωνίας το θεραπευτικό αυτό Κέντρο.
Η θεραπευτική προσέγγιση που ακολουθεί το Κέντρο είναι η μέθοδος της εφαρμοσμένης ανάλυσης της συμπεριφοράς (applied behavioral analysis). Παρέχει στους εργαζόμενους συστηματικά επιστημονική και θεραπευτική εποπτεία, ομαδική και ατομική. Ο χρόνος παραμονής στη θεραπευτική διαδικασία είναι κατά μέσο όρο δυόμισι χρόνια. Συμμετείχαν στην ομάδα 16 θεραπεύτριες, από τις οποίες οι 3 ήταν επόπτριες.
Λειτουργία της ομάδας επικοινωνίας
Η ομάδα λειτούργησε σε τρεις φάσεις από τα μέσα του έτους 2003 ως εκπαιδευτικό σεμινάριο στην αρχή δυο φορές το μήνα και αργότερα μία φορά το μήνα. Συνολικά έγιναν δώδεκα συναντήσεις. Ακολούθησε λειτουργία και με την πρωτοβουλία των μελών, δίχως την άμεση παρουσία της συντονίστριας.
Συγκεκριμένα το πρόγραμμα ακολούθησε τρεις φάσεις:
Η πρώτη φάση υλοποιήθηκε με την παρουσία του συντονιστή και θα ολοκληρώνονταν όταν θα έκρινε η ομάδα ότι ήταν έτοιμη για τη δεύτερη φάση. Στην πρώτη φάση έγινε εισαγωγή στη θεωρία της εργασιακής εξουθένωσης, και άσκηση των μελών στην επικοινωνία κατά ζεύγη.
Η δεύτερη φάση, αυτή της αυτοδιαχείρισης, ήταν συνέχεια της λειτουργίας της ομάδας χωρίς τον συντονιστή. Η τρίτη φάση αφορούσε μικρό αριθμό συναντήσεων, για την ανανέωση των γνώσεων και των εμπειριών
Η ομάδα ακολούθησε τους εξής κανόνες λειτουργίας:
Διατύπωση προτάσεων προς συζήτηση από τα μέλη της ομάδας και λήψη αποφάσεων με ομοφωνία.
Ιδιαίτερα τονίστηκαν τα εξής: «Βάζουμε τον εαυτό μας στη θέση του άλλου», «συγκεκριμενοποιούμε και δεν γενικεύουμε το πρόβλημα», «δεν ερμηνεύουμε αυτά που μόλις ακούσαμε σύμφωνα με τις δικές μας απόψεις», «συνεχίζουμε τη συζήτηση μόνο αφού επαληθεύσουμε αυτά που μας είπε ο άλλος».
Εντοπίστηκε μόνο μια περίπτωση εργασιακής εξουθένωσης στο πρώτο στάδιο της εξέλιξης της, παρουσιάστηκε σε μια νεαρή και με μικρή εργασιακή πείρα θεραπεύτρια. Τα μέλη προσφέρθηκαν να τη βοηθήσουν, με αποτέλεσμα να εξαφανιστούν τα συμπτώματα. Η θεραπεύτρια αυτή έγινε από τα πιο ενεργά μέλη της ομάδας.
Η μετάβαση στη δεύτερη φάση ακολούθησε τους εξής κανόνες:
Τα μέλη της ομάδας περιέγραψαν τι αποκόμισαν από τη λειτουργία της ομάδας ως εξής:
Εξέφρασαν τι δεν πέτυχε η ομάδα ως εξής:
Έρευνα αξιολόγησης της ομάδας επικοινωνίας
Τα μέσα συλλογής δεδομένων ήταν: ένα αυτοσχέδιο ερωτηματολόγιο., το ερωτηματολόγιο Burnout Inventory της Maslach, ατομικές συνεντεύξεις και λήψη ιστορικού των θεραπευτριών, πρακτικά συναντήσεων της ομάδας.
Οι θεραπεύτριες αναφέρουν ότι βελτίωσαν τις ήδη καλές επαγγελματικές τους σχέσεις. Παρατηρήθηκε καλύτερη οργάνωση του κέντρου:
α) Οι καινούριες θεραπεύτριες εντάχθηκαν πιο εύκολα στον εργασιακό χώρο.
β) Υπήρξε αποσαφήνιση ρόλων και ευθυνών της κάθε θεραπεύτριας.
γ) Έγιναν κάποιες προσπάθειες καλύτερης επικοινωνίας με τη διοίκηση.
Ανεργία: ψυχολογικές επιπτώσεις
Από ψυχολογική άποψη η ανεργία είναι ένας σοβαρός ψυχοκοινωνικός παράγοντας άγχους. Οι άνεργοι έχουν χαμηλότερη αυτοπεποίθηση, νιώθουν απορριπτέοι από την κοινωνία και με τη σειρά τους αναπτύσσουν αισθήματα εχθρότητας για αυτήν. Βιώνουν χρόνια πικρία κι απογοήτευση και παρουσιάζουν συμπτώματα κατάθλιψης. Αναπτύσσεται μέσα τους η αίσθηση πως δεν μπορούν να πάρουν στα χέρια τους τα ηνία της ζωής τους κι έτσι ψαλιδίζουν τις προσδοκίες τους από τον εαυτό τους και τους άλλους.
Σε κάποιες περιπτώσεις, μπορεί να εκφραστούν μέσα από ψυχοσωματικά προβλήματα ή να βρουν διέξοδο στον αλκοολισμό και στην κατάχρηση άλλων ουσιών, ακόμα και στη συμμετοχή σε αντικοινωνικές ομάδες και σε άλλες παραβατικές συμπεριφορές.
Τα χαρακτηριστικά προβλήματα των ανέργων έχουν επιπτώσεις και στην οικογένεια τους. Ιδιαίτερα στις περιπτώσεις άνεργων γονιών, η απογοήτευση, η πικρία, η αίσθηση ανικανότητας συντήρησης του εαυτού και της οικογένειας δημιουργούν αμφιθυμικά συναισθήματα του ανέργου σε σχέση με την οικογένειά του, που μπορεί να εκφραστούν μέσα από συνεχή ευερεθιστότητα, συγκρούσεις, σεξουαλικές δυσλειτουργίες και τάσεις φυγής.
Η επίδραση της ανεργίας στους νέους
Η εκπαίδευση και η οικογένεια μεγαλώνουν τα παιδιά δείχνοντας τους πως η αναμενόμενη και φυσιολογική πορεία της ζωής τους περιλαμβάνει οπωσδήποτε την εξάσκηση κάποιας εργασίας που αποτελεί και βασικό δομικό υλικό της προσωπικότητας ενός ανθρώπου. Τα παιδιά μεγαλώνοντας έχουν εσωτερικεύσει την αξία της σταθερής εργασίας στο μυαλό τους και χτίζουν όνειρα πάνω στην αξία αυτή. Όταν φτάνει η ώρα να εργαστούν και βλέπουν τις πόρτες της σταθερής εργασίας κλειστές, νιώθουν να ματαιώνονται από την κοινωνία και ταυτόχρονα να τη ματαιώνουν. Καλούνται να αναβάλουν τα όνειρά τους για λιγότερο ή περισσότερο χρόνο. Αυτό δημιουργεί μια, περισσότερο ή λιγότερο, παρατεταμένη διάσταση ανάμεσα τις προσδοκίες τους και στην αλήθεια της πραγματικότητάς τους, ανάμεσα στο ιδανικό και στο υπαρκτό, ανάμεσα στο «θέλω» και στο «μπορώ». Ωστόσο η οικογένεια σταδιακά χάνει το δέσιμο που είχε στις παλιότερες δεκαετίες, καθώς η ίδια η ανεργία λειτουργεί διαβρωτικά για την οικογένεια, η ανεργία από ατομικό και οικογενειακό πρόβλημα τείνει να εκδηλώνεται, όλο και περισσότερο, ως κοινωνικό πρόβλημα.
Στην εφηβεία και στα χρόνια των σπουδών η εικόνα του «επαγγελματικού εαυτού» αναπτύσσεται μέσα από τον εκπαιδευτικό σχεδιασμό, την έρευνα των δυνατοτήτων, τη λήψη πληροφοριών για το επάγγελμα, αλλά και μέσα από τη φαντασία, καθώς προβάλλει κανείς τον εαυτό του στο ρόλο του γιατρού, του δασκάλου κτλ. Αυτή η διεργασία είναι ουσιαστική για την ανάπτυξη και τη συνειδητοποίηση της επαγγελματικής ταυτότητας, αλλά συχνά δεν είναι αποτελεσματική αφού η πραγματικότητα και η ανεργία φέρουν τη ματαίωση.
Ενώ η ανεργία συνεχώς αυξάνεται, οι νέοι δεν βιώνουν τόσο έντονο το φαινόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού σε σχέση με του υπόλοιπους άνεργους Ευρωπαίους, καθώς οι Έλληνες συνεχίζουν να υποστηρίζονται οικονομικά από τις οικογένειές τους, παραμένοντας σε ένα καθεστώς εξάρτησης από αυτές. Στην περίπτωση αυτή, παραμένει κανείς σε ένα στάδιο «παρατεταμένης εφηβείας», η οποία τον προστατεύει μεν από τον κοινωνικό αποκλεισμό που μπορεί να δημιουργήσει η ανεργία, τον εμποδίζει όμως να ανεξαρτητοποιηθεί συναισθηματικά και να αναλάβει την ευθύνη της ζωής του σε επαγγελματικό και προσωπικό επίπεδο.
Όταν δεν δίνεται η δυνατότητα να δοκιμαστεί κανείς σε πραγματικές συνθήκες εργασίας, τότε ο θυμός είναι το πρώτο συναίσθημα που προκύπτει. Ο θυμός αυτός εύστοχα μπορεί να εκφραστεί σε συνειδητό επίπεδο και πολιτικά, με πολιτική κινητοποίηση και διαμαρτυρία, καθώς η ανεργία είναι ένα θέμα με διαστάσεις πολιτικές. Ο θυμός αυτός είναι υγιής και σεβαστός και χρειάζεται χώρο για να εκφραστεί εύστοχα. Ο θυμός προηγείται της κατάθλιψης και μπορεί κανείς να την αποφύγει όταν μπορεί να μετουσιώνει το θυμό του σε στάση και πράξη δημιουργική και υπεύθυνη, προσαρμοσμένη στις συνθήκες (Κούτση Ευφροσύνη, 2009)
Μια νέα έρευνα του Πανεπιστημίου του Rutgers παρουσιάζει την επίδραση της ανεργίας σε άτομα στις Ηνωμένες Πολιτείες που εκφράζεται κυρίως με κατάθλιψη, άγχος και ανωμαλίες στις σχέσεις. Ο E. Deprez (2009) αναφέρει ότι 15 εκατομμύρια Αμερικανοί έχασαν τη δουλειά τους φέτος και είναι πολύ αμφίβολο ότι θα επανέλθουν, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της χώρας.
Η μελέτη έγινε σε άτομα που είναι άνεργοι τους τελευταίους 12 μήνες. Το κυρίαρχο ποσοστό αναφέρει ότι έχουν άγχος, κατάθλιψη, ένταση και αίσθηση αβοηθησίας. Πολλοί επίσης έχουν προβλήματα ύπνου, δυσκολίες να επικοινωνήσουν και αποφεύγουν τις κοινωνικές επαφές. Μερικοί είπαν ότι έχασαν την ταυτότητα τους και πολλοί κατηγορούν τον εαυτό τους για ότι έπαθαν. Πιστεύουν πως είναι αποτυχημένοι. Δεν τολμούν να επιχειρήσουν κάτι καινούριο. Προσπαθούν να βρουν τη λύση στις οικονομίες τους και το δάνειο και «ζουν «παρέα με την αγωνία» . «Δεν είναι σαν να περνάμε ένα κρύωμα. Είναι σαν να περνάμε μια βαριά αρρώστια» λένε οι ίδιοι.
Μια ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα μελέτη έγινε τελευταία στη Φιλανδία, σε άντρες και γυναίκες, η οποία έδειξε τα εξής: Η ανεργία έχει υψηλή συσχέτιση με την θνησιμότητα μετά ή κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης της Φιλανδίας την περίοδο 1989-1994. Ένα σημαντικό ποσοστό της θνησιμότητας αυτής προήλθε από καρδιακά προβλήματα και αυτοκτονίες. (Martkainen P., Maki N., Jantti 2006)
Γενικό συμπέρασμα
Το άτομο αισθάνεται ανάξιο και απομονωμένο, όταν παγιδεύεται και παγώνει σε μία στάση, ότι οι άλλοι αποφασίζουν για αυτόν. Τον επαγγελματικό σχεδιασμό πρέπει να τον παίρνει κανείς στα χέρια του δείχνοντας φαντασία, για να βρει αυτό που του ταιριάζει, αλλά και χωρίς να διστάζει να απευθύνεται σε πρόσωπα και υπηρεσίες που υπάρχουν και μπορούν να βοηθήσουν.
Η ευελιξία, η εφευρετικότητα και η προσαρμοστικότητα είναι τα θετικά στοιχεία που συμβάλλουν καθοριστικά στην ανάπτυξη και τη συνειδητοποίηση της ταυτότητας του ενήλικα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ